θαυματουργώ — θαυματουργώ, θαυματούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θαυματουργώ — και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, έω) [θαυματουργός] κάνω θαύματα νεοελλ. 1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες 2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί») αρχ. 1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα οι … Dictionary of Greek
θαυματουργώ — θαυματούργησα 1. κάνω θαύματα, μεγαλουργώ: Πολλοί άγιοι της εκκλησίας μας θαυματούργησαν. – Το μηχάνημα αυτό θαυματουργεί. – Η επιστήμη τα τελευταία χρόνια θαυματουργεί. 2. (ειρωνικά), τα κάνω θάλασσα: Η ανοησία του πάλι θαυματούργησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυματουργῷ — θαυματουργός acrobats masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθαυματούργητος — η, ο [θαυματουργώ] αυτός που δεν θαυματούργησε ή δεν μπορεί να θαυματουργήσει, να κάνει θαύματα «άγιος αθαυματούργητος, τιμή δεν έχει» … Dictionary of Greek
θαυματούργημα — το (Α θαυματούργημα) [θαυματουργώ] 1. έργο αξιοθαύμαστο, αριστούργημα 2. θαύμα … Dictionary of Greek
παραδοξοποιώ — έω, Α [παραδοξοποιός] κάνω θαυμαστά πράγματα, θαυματουργώ … Dictionary of Greek
προθαυματουργώ — έω, ΜΑ θαυματουργώ εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
σημειοφορώ — έω, Μ [σημειοφόρος] κάνω θαύματα, θαυματουργώ … Dictionary of Greek
συνθαυματουργώ — έω, Μ [θαυματουργῶ] κάνω θαύματα και εγώ … Dictionary of Greek